continuo
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
continuo | continuos |
Ετυμολογία
επεξεργασία- continuo < (άμεσο δάνειο) ιταλική continuo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcontinuo (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
continuo | continuos |
continuo (fr) αρσενικό