↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάσο τα μπάσα
      γενική του μπάσου των μπάσων
    αιτιατική το μπάσο τα μπάσα
     κλητική μπάσο μπάσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ηλεκτρικό μπάσο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική basso < λατινική bassus < αρχαία ελληνική βάσις (αντιδάνειο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈba.so/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπάσο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μπάσο