μπάσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπάσο | τα | μπάσα |
γενική | του | μπάσου | των | μπάσων |
αιτιατική | το | μπάσο | τα | μπάσα |
κλητική | μπάσο | μπάσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική basso < λατινική bassus < αρχαία ελληνική βάσις (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπάσο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο)
- μουσικό όργανο, της οικογένειας του βιολιού, το κοντραμπάσο
- ηλεκτρικό τετράχορδο μουσικό όργανο σε σχήμα κιθάρας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μπάσο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμπάσο