Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπασίστας οι μπασίστες
      γενική του μπασίστα των μπασιστών
    αιτιατική τον μπασίστα τους μπασίστες
     κλητική μπασίστα μπασίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπασίστας <
για το κοντραμπάσο < κοντραμπασίστας με περικοπή του πρώτου συνθετικού
για το ηλεκτρικό όργανο < μπάσ(ο) + -ίστας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπασίστας αρσενικό (θηλυκό μπασίστα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία