μπασίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπασίστας <
- για το κοντραμπάσο < κοντραμπασίστας με περικοπή του πρώτου συνθετικού
- για το ηλεκτρικό όργανο < μπάσ(ο) + -ίστας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπασίστας αρσενικό (θηλυκό μπασίστα)
- (μουσική, επάγγελμα) αυτός που παίζει κοντραμπάσο ή ηλεκτρικό μπάσο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μπασίστρια (θηλυκό)