Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ίστας οι -ίστες
      γενική του -ίστα των -ιστών
    αιτιατική τον -ίστα τους -ίστες
     κλητική -ίστα -ίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική -ista + < λατινικά -ista/-istes < αρχαία ελληνική -ιστής < -τής [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ί‐στας

  Επίθημα επεξεργασία

-ίστας αρσενικό (θηλυκό -ίστρια ή -ίστα)

  1. ...που παίζει το μουσικό όργανο που σημαίνει η πρωτότυπη λέξη
    μπάσο > μπασίστας, πιάνο > πιανίστας
  2. ... που ασχολείται με το άθλημα που σημαίνει η πρωτότυπη λέξη
    τένις > τενίστας
  3. ...ασκεί μια τέχνη
    γραφίστας
  4. ... που έχει ένα χαρακτηριστικό ή μια ιδιότητα της πρωτότυπης λέξης
    χιούμορ > χιουμορίστας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία