Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιάνο τα πιάνα
      γενική του πιάνου των πιάνων
    αιτιατική το πιάνο τα πιάνα
     κλητική πιάνο πιάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Φρεντερίκ Σοπέν (Chopin)
Σπουδή (étude) από το έργο 25, αριθμός 1
διάρκεια: 03'01'' - πιανίστας: Donald Betts

Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων.
 
Πιάνα με ουρά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πιάνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piano (σιγανά)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpça.no/ και /piˈa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιά‐νο & πι‐ά‐νο
ομόηχο: πιάνω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πιάνο ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο)
    1. όργανο με πλήκτρα και χορδές· ο μουσικός χτυπάει τα πλήκτρα που αντιστοιχούν σε κάθε νότα και η κρούση με μηχανισμό μεταφέρεται στην ανάλογη χορδή
    2. (συνεκδοχικά) η μουσική που παίζεται με πιάνο
  2. σιγανά
    1. τρόπος εκτέλεσης της μουσικής με χαμηλή ένταση ήχου
    2. (μουσική) ένδειξη εκτέλεσης της μουσικής: σε σιγανό ήχο
      σύμβολο: το πλάγιο p

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

πιάνο

  • (στη μουσική) σιγανά, με χαμηλή ένταση ήχου

ΑντώνυμαΕπεξεργασία