Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιανίσιμο < (άμεσο δάνειο) ιταλική pianissimo, υπερθετικός βαθμός του piano

  Επίρρημα επεξεργασία

πιανίσιμο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πιάνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία