ενικός         πληθυντικός  
pianoforte pianoforti

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pianoforte < piano (σιγανά) + forte (δυνατά), επειδή το όργανο είχε δυνατότητα διακύμανσης της έντασης, σε αντίθεση με προγόνους του

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pianoforte (it)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία