pianissimo
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pianissimo < (άμεσο δάνειο) ιταλική pianissimo υπερθετικός βαθμός του piano
Επίρρημα
επεξεργασίαpianissimo (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pianissimo | pianissimos και pianissimi |
pianissimo (fr) αρσενικό
- το πιανίσιμο
Αντώνυμα
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpianissimo (it)
- υπερθετικός βαθμός του piano, πολύ σιγανός
Επίρρημα
επεξεργασίαpianissimo (it)