Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σιγανά < σιγανός

  Επίρρημα Επεξεργασία

σιγανά

  1. χωρίς να ακούγεται δυνατός ήχος
     συνώνυμα: σιγά

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου Επεξεργασία

σιγανά