ενικός         πληθυντικός  
piano pianos

Ουσιαστικό

επεξεργασία

piano (en)

Επίρρημα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
piano pianos

piano (fr) αρσενικό

  1. (μουσικό όργανο) το πιάνο
  2. (μουσική) το μέρος ενός μουσικού κομματιού που παίζεται σιγά

Συγγενικά

επεξεργασία

piano (it)

Επίρρημα

επεξεργασία

piano (it)

  1. σιγανά, απαλά
     αντώνυμα: forte
  2. (μουσική) ένδειξη σε παρτιτούρες που ζητά σιγανό ήχο
    σύμβολο, το πλάγιο p

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία