ενικός         πληθυντικός  
pianotage pianotages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pianotage (fr) αρσενικό

  1. το αδέξιο παίξιμο πιάνου
  2. το χτύπημα (νευρικό ή όχι) δαχτύλων πάνω σε κάποια επιφάνεια

Συγγενικά

επεξεργασία