Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιανίστα οι πιανίστες
      γενική της πιανίστας των πιανιστών
    αιτιατική την πιανίστα τις πιανίστες
     κλητική πιανίστα πιανίστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιανίστα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pianista

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιανίστα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • πιανίστρια (προφορικό: δεν χρησιμοποιείται από μουσικούς)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πιανίστας

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πιανίστα αρσενικό