pianista
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | pianista | pianiści |
γενική (dopełniacz) | pianisty | pianistów |
δοτική (celownik) | pianiście | pianistom |
αιτιατική (biernik) | pianistę | pianistów |
οργανική (narzędnik) | pianistą | pianistami |
τοπική (miejscownik) | pianiście | pianistach |
κλητική (wołacz) | pianisto | pianiści |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpianista (pl) αρσενικό