πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) pianista pianiści
γενική (dopełniacz) pianisty pianistów
δοτική (celownik) pianiście pianistom
αιτιατική (biernik) pianistę pianistów
οργανική (narzędnik) pianistą pianistami
τοπική (miejscownik) pianiście pianistach
κλητική (wołacz) pianisto pianiści

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pianista (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία