biernik
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | biernik | bierniki |
γενική | biernika | bierników |
δοτική | biernikowi | biernikom |
αιτιατική | biernik | bierniki |
οργανική | biernikiem | biernikami |
τοπική | bierniku | biernikach |
κλητική | bierniku | bierniki |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbiernik (pl) αρσενικό
- (γραμματική) η αιτιατική