narzędnik
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
narzędnik (pl) αρσενικό
- (γραμματική) η οργανική πτώση η οποία φανερώνει όργανο, μέσο, τρόπο, αιτία και χρησιμοποιείται και ως κατηγορούμενο-ουσιαστικό στις προτάσεις
narzędnik (pl) αρσενικό