πιανίστας
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πιανίστας αρσενικό (θηλυκό πιανίστα)
- αυτός που παίζει πιάνο
Επεξεργασία
- (επάγγελμα) πιανίστρια (θηλυκό που δεν χρησιμοποιείται συνήθως από μουσικούς)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μην πυροβολείτε τον πιανίστα: μην κατηγορείτε κάποιον που δεν φταίει
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πιανίστας
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πιανίστας» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.