κλάβικορντ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλάβικορντ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική clavichord < γερμανική Klavichord < μεσαιωνική λατινική clavichordium < λατινική clavis + chorda (< αρχαία ελληνική χορδή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kla.viˈkoɾ.d/ βρετανική προφορά: /ˈklavɪkoːd/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλάβικορντ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) πληκτροφόρο όργανο, πρόδρομος του πιάνου, με σιγανό ήχο, διαδεδομένο σαν όργανο σπιτιού από τον 15ο έως το 19ο αιώνα. Οι χορδές του πλήττονται από γλωσσίδια (tangents) σε αντίθεση με το τσέμπαλο στο οποίο τσιμπιούνται.
Ταυτόσημο
επεξεργασία- κλαβίχορδο(ν) (επίσημο, καθαρεύουσα)
- κλειδόχορδο(ν) (λόγιο, παρωχημένο)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Οι έλληνες μουσικοί συνήθως χρησιμοποιούν τον όρο και την προφορά κλάβικορντ. Σπανιότερη, η προφορά κλαβικόρντ. Σε επίσημα έγγραφα αναγράφεται η λέξη κλαβίχορδο.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλάβικορντ