tangent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtangent (en)
- (μαθηματικά) η εφαπτομένη
- ασύνδετη, εκτός θέματος, παρεκκλίνουσα αναφορά
- απότομη αλλαγή θέματος
- (ψυχιατρική) ασυνάρτητη σκέψη
- (μουσική) γλωσσίδι που χτυπά τις χορδές σε παλαιά πληκτροφόρα μουσικά όργανα, όπως το κλάβικορντ
Παράγωγα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tangent | tangents |
θηλυκό | tangente | tangentes |
tangent (fr)