εφαπτομένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφαπτομένη | οι | εφαπτόμενες |
γενική | της | εφαπτομένης | των | εφαπτομένων |
αιτιατική | την | εφαπτομένη | τις | εφαπτόμενες |
κλητική | εφαπτομένη | εφαπτόμενες | ||
Συχνά, διπλοτυπία στον πληθυντικό: και εφαπτομένες με σταθερό τόνο. | ||||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφαπτομένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής εφαπτόμενος (στη λόγια μορφή του: εφαπτόμενη), μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος εφάπτομαι: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tangente[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.fa.ptoˈme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φα‐πτο‐μέ‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφαπτομένη θηλυκό
- (γεωμετρία) ευθεία γραμμή που έχει ένα μόνο κοινό σημείο με μια καμπύλη γραμμή, ή μια καμπύλη επιφάνεια, χωρίς να την τέμνει
- Παραδείγματα: εφαπτομένη σε ένα σημείο Α της περιφέρειας ενός κύκλου, εφαπτομένη σε ένα σημείο Α της επιφάνειας μιας σφαίρας
- (μαθηματικά) τριγωνομετρικός αριθμός μιας γωνίας που ισούται με τον λόγο του μήκους της απέναντι από τη γωνία κάθετης πλευράς ορθογωνίου τριγώνου προς το μήκος της προσκείμενης προς την γωνία κάθετης πλευράς του τριγώνου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εφαπτομένη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εφαπτομένη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ εφαπτομένη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)