ημίτονο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ημίτονο | τα | ημίτονα |
γενική | του | ημίτονου & ημιτόνου |
των | ημίτονων & ημιτόνων |
αιτιατική | το | ημίτονο | τα | ημίτονα |
κλητική | ημίτονο | ημίτονα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ημίτονο < ημί- + τόν(ος) + -ο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sinus[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈmi.to.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μί‐το‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημίτονο ουδέτερο
- (μαθηματικά) τριγωνομετρικός αριθμός μιας γωνίας που ισούται με τον λόγο του μήκους της απέναντι από τη γωνία κάθετης πλευράς ορθογωνίου τριγώνου προς το μήκος της υποτείνουσας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ημίτονο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας