υποτείνουσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποτείνουσα | οι | υποτείνουσες |
γενική | της | υποτείνουσας & υποτεινούσης |
των | υποτεινουσών |
αιτιατική | την | υποτείνουσα | τις | υποτείνουσες |
κλητική | υποτείνουσα | υποτείνουσες | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποτείνουσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποτείνουσα (ὑποτείνουσα γραμμή / ὑποτείνουσα πλευρά), θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος ὑποτείνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποτείνουσα θηλυκό
- (γεωμετρία) η μεγαλύτερη πλευρά ενός ορθογωνίου τριγώνου, αυτή που βρίσκεται απέναντι από την ορθή γωνία του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποτείνουσα