συνεφαπτομένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνεφαπτομένη | οι | συνεφαπτόμενες |
γενική | της | συνεφαπτομένης | των | συνεφαπτομένων |
αιτιατική | τη | συνεφαπτομένη | τις | συνεφαπτόμενες |
κλητική | συνεφαπτομένη | συνεφαπτόμενες | ||
Συχνά, διτυπία στον πληθυντικό: και συνεφαπτομένες. | ||||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνεφαπτομένη < συν- + εφαπτομένη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cotagente
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεφαπτομένη θηλυκό
- (μαθηματικά) τριγωνομετρικός αριθμός μιας γωνίας που ισούται με τον λόγο του μήκους της προσκείμενης προς τη γωνία κάθετης πλευράς ορθογωνίου τριγώνου προς το μήκος της απέναντι από αυτήν κάθετης πλευράς ή αλλιώς ως ο αντίστροφος της εφαπτομένης