τριγωνομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριγωνομετρικός < τριγωνομετρία + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾi.ɣo.no.me.tɾiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /tɾi.ɣo.no.me.tɾiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /tɾi.ɣo.no.me.tɾiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίατριγωνομετρικός -ή -ό
- που αφορά την τριγωνομετρία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τριγωνομετρώ, τρίγωνο, τρεις και γωνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριγωνομετρικός
|