Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριγωνομετρία οι τριγωνομετρίες
      γενική της τριγωνομετρίας των τριγωνομετριών
    αιτιατική την τριγωνομετρία τις τριγωνομετρίες
     κλητική τριγωνομετρία τριγωνομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριγωνομετρία < νεολατινική trigonometria < τρίγωνον + -μετρία (η λέξη υπάρχει από το 1749 μ.Χ.)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριγωνομετρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία