τρίγωνο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρίγωνο | τα | τρίγωνα |
γενική | του | τριγώνου & τρίγωνου |
των | τριγώνων |
αιτιατική | το | τρίγωνο | τα | τρίγωνα |
κλητική | τρίγωνο | τρίγωνα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τρίγωνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίγωνον < ουδέτερο του τρίγωνος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.ɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐γω‐νο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τρίγωνο ουδέτερο
- (γεωμετρία) επίπεδο γεωμετρικό σχήμα που σχηματίζεται από τρία ευθύγραμμα τμήματα των οποίων και οι δύο άκρες βρίσκονται ενωμένες μεταξύ τους, διαδοχικά του ενός με του άλλου
- (μουσικό όργανο) κατασκευασμένο από ένα μεταλλικό έλασμα που έχει τριγωνικό σχήμα
- τα παιδάκια λένε τα κάλαντα χτυπώντας ένα τρίγωνο
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τρίγωνο