τρίγωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρίγωνο | τα | τρίγωνα |
γενική | του | τριγώνου & τρίγωνου |
των | τριγώνων |
αιτιατική | το | τρίγωνο | τα | τρίγωνα |
κλητική | τρίγωνο | τρίγωνα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρίγωνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίγωνον < ουδέτερο του τρίγωνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtɾi.ɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐γω‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρίγωνο ουδέτερο
- (γεωμετρία) επίπεδο γεωμετρικό σχήμα που σχηματίζεται από τρία ευθύγραμμα τμήματα των οποίων και οι δύο άκρες βρίσκονται ενωμένες μεταξύ τους, διαδοχικά του ενός με του άλλου
- (μουσικό όργανο) κατασκευασμένο από ένα μεταλλικό έλασμα που έχει τριγωνικό σχήμα
- τα παιδάκια λένε τα κάλαντα χτυπώντας ένα τρίγωνο
- (γλυκό, γαστρονομία) είδος γλυκού που αποτελείται από κρέμα τοποθετημένη μέσα σε φύλλο κρούστας
- (εργαλείο) ξυλουργικό εργαλείο για τη μέτρηση γωνιών
- (γενικότερα) αντικείμενο με τριγωνικό σχήμα
- ⮡ Ο Δημήτρης έβαλε ένα προειδοποιητικό τρίγωνο για λόγους ασφαλείας, όταν έπαθε βλάβη το αυτοκίνητό του στον αυτοκινητόδρομο.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρίγωνο
Πηγές
επεξεργασία- τρίγωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τρίγωνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)