↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαληνός η σκαληνή το σκαληνό
      γενική του σκαληνού της σκαληνής του σκαληνού
    αιτιατική τον σκαληνό τη σκαληνή το σκαληνό
     κλητική σκαληνέ σκαληνή σκαληνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαληνοί οι σκαληνές τα σκαληνά
      γενική των σκαληνών των σκαληνών των σκαληνών
    αιτιατική τους σκαληνούς τις σκαληνές τα σκαληνά
     κλητική σκαληνοί σκαληνές σκαληνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαληνός < αρχαία ελληνική σκαληνός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκαληνός

  1. που έχει ακανόνιστα τμήματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαληνός < σκάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

σκαληνός

  1. άνισος