Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισοσκελής
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικές λέξεις
1.3.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
ισοσκελ
ής
ισοσκελ
ής
ισοσκελ
ές
γενική
ισοσκελ
ούς
ισοσκελ
ούς
ισοσκελ
ούς
αιτιατική
ισοσκελ
ή
ισοσκελ
ή
ισοσκελ
ές
κλητική
ισοσκελ
ή
(
ής
)
ισοσκελ
ής
ισοσκελ
ές
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
ισοσκελ
είς
ισοσκελ
είς
ισοσκελ
ή
γενική
ισοσκελ
ών
ισοσκελ
ών
ισοσκελ
ών
αιτιατική
ισοσκελ
είς
ισοσκελ
είς
ισοσκελ
ή
κλητική
ισοσκελ
είς
ισοσκελ
είς
ισοσκελ
ή
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ισοσκελής
<
ισο-
+
σκελής
(<
σκέλος
)
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.so.sceˈlis
/
αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ
: /
i.so.sceˈles
/
ουδέτερο
ισοσκελές
τρίγωνο
Επίθετο
Επεξεργασία
ισοσκελής, -ής, -ές
που έχει τα σκέλη ίσα
≈
συνώνυμα
:
ισόπλευρος
≠
αντώνυμα
:
ανισοσκελής
(
οικονομία
) που εμφανίζει
ισορροπία
μεταξύ εσόδων και εξόδων
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
ισοσκελίζω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ισοσκελής
γαλλικά
:
isocèle
(fr)
ισπανικά
:
isósceles
(es)