ισοσκελής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισοσκελής | η | ισοσκελής | το | ισοσκελές |
γενική | του | ισοσκελούς* | της | ισοσκελούς | του | ισοσκελούς |
αιτιατική | τον | ισοσκελή | την | ισοσκελή | το | ισοσκελές |
κλητική | ισοσκελή(ς) | ισοσκελής | ισοσκελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισοσκελείς | οι | ισοσκελείς | τα | ισοσκελή |
γενική | των | ισοσκελών | των | ισοσκελών | των | ισοσκελών |
αιτιατική | τους | ισοσκελείς | τις | ισοσκελείς | τα | ισοσκελή |
κλητική | ισοσκελείς | ισοσκελείς | ισοσκελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.sceˈlis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.so.sceˈles/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαισοσκελής, -ής, -ές