tangente
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tangente | tangentes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtangente (fr) θηλυκό
- (μαθηματικά) η εφαπτομένη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tangente | tangentes |
tangente (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tangente | tangentes |
tangente (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tangente | tangentes |
tangente (fr) θηλυκό