ενικός         πληθυντικός  
tangente tangentes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tangente (fr) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) η εφαπτομένη
     αντώνυμα: cotangente

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tangente tangentes

tangente (fr) θηλυκό

  1. εφαπτόμενη

Εκφράσεις

επεξεργασία