εφάπτομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφάπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφάπτομαι[1]
Ρήμα επεξεργασία
εφάπτομαι
- για επιφάνεια που έρχεται σε επαφή με ένα ή πολλά σημεία μιας άλλης επιφάνειας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εφάπτομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας