Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφάπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφάπτομαι[1]

  Ρήμα επεξεργασία

εφάπτομαι

  • για επιφάνεια που έρχεται σε επαφή με ένα ή πολλά σημεία μιας άλλης επιφάνειας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία