Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tu.ʃe/

toucher (fr)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
toucher touchers

toucher (fr) αρσενικό

  1. η αφή
  2. το άγγιγμα