tangence
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tangence < tangente
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tangence | tangences |
tangence (fr) θηλυκό
- το σημείο επαφής μιας εφαπτομένης
ενικός | πληθυντικός |
tangence | tangences |
tangence (fr) θηλυκό