Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσέμπαλο τα τσέμπαλα
      γενική του τσέμπαλου των τσέμπαλων
    αιτιατική το τσέμπαλο τα τσέμπαλα
     κλητική τσέμπαλο τσέμπαλα
Στη γλώσσα των μουσικών, και κατά την ιταλική κλίση.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ντομένικο Σκαρλάττι (Scarlatti)
'Σονάτα' με αριθμό Kirkpatrick 29
διάρκεια: 03'01'' με τον John Sankey

Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων.
 
τσέμπαλο

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσέμπαλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cembalo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈt͡sem.ba.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσέ‐μπα‐λο
παλιότερος συλλαβισμός: τσέμ‐πα‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσέμπαλο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

διαφορετικά όργανα που 'δεν είναι νυκτά:

  Μεταφράσεις επεξεργασία