πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιανόλα οι πιανόλες
      γενική της πιανόλας των (πιανολών)
    αιτιατική την πιανόλα τις πιανόλες
     κλητική πιανόλα πιανόλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιανόλα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • pianola στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία