χιουμορίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χιουμορίστας < χιουμορ(ιστής) + -ίστας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική humourist[1] < humour + -ist (χιούμορ + -ίστας)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χιουμορίστας αρσενικό
- το άτομο που διαθέτει πνεύμα, χιούμορ και προκαλεί στους γύρω του καλή διάθεση με έξυπνα αστεία
- (σε επιθετική λειτουργία)
- ο χιουμορίστας συγγραφέας
Συνώνυμα
επεξεργασία- χιουμοριστής (λόγιο)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χιουμορίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας