Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιουμοριστικός η χιουμοριστική το χιουμοριστικό
      γενική του χιουμοριστικού της χιουμοριστικής του χιουμοριστικού
    αιτιατική τον χιουμοριστικό τη χιουμοριστική το χιουμοριστικό
     κλητική χιουμοριστικέ χιουμοριστική χιουμοριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιουμοριστικοί οι χιουμοριστικές τα χιουμοριστικά
      γενική των χιουμοριστικών των χιουμοριστικών των χιουμοριστικών
    αιτιατική τους χιουμοριστικούς τις χιουμοριστικές τα χιουμοριστικά
     κλητική χιουμοριστικοί χιουμοριστικές χιουμοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιουμοριστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

χιουμοριστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το χιούμορ
  2. που εκφράζει κάτι με χιούμορ


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία