humoristique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /y.mɔ.ʁis.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
humoristique | humoristiques |
humoristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
humoristique | humoristiques |
humoristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό