Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /y.mɔ.ʁist/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
humoriste humoristes

humoriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο χιουμορίστας, η χιουμορίστρια
  2. o ευθυμογράφος