κοντραμπάσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοντραμπάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική contrabbasso
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kon.tɾaˈba.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντρα‐μπά‐σο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοντραμπάσο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) το μεγαλύτερο σε μέγεθος μουσικό όργανο της οικογένειας του βιολιού
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοντραμπάσο