Δείτε επίσης: κοντραπάσο, κοντραμπάντο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντραμπάσο τα κοντραμπάσα
      γενική του κοντραμπάσου των κοντραμπάσων
    αιτιατική το κοντραμπάσο τα κοντραμπάσα
     κλητική κοντραμπάσο κοντραμπάσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Εκτελεστής κοντραμπάσου

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντραμπάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική contrabbasso

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kon.tɾaˈba.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ντρα‐μπά‐σο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοντραμπάσο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία