μπασαβιόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπασαβιόλα | οι | μπασαβιόλες |
γενική | της | μπασαβιόλας | — | |
αιτιατική | την | μπασαβιόλα | τις | μπασαβιόλες |
κλητική | μπασαβιόλα | μπασαβιόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.saˈvʝo.la/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπασαβιόλα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπασαβιόλα
→ δείτε τη λέξη κοντραμπάσο |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπασαβιόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας