κοντραπάσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοντραπάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική contrappasso / contrapasso
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kon.tɾaˈpa.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντρα‐πά‐σο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοντραπάσο ουδέτερο
- (σπάνιο) η ιδέα ότι η τιμωρία της ψυχής ενός ατόμου στην κόλαση είναι αντίστοιχη με τις αμαρτίες που διέπραξε αυτό το άτομο στη γη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοντραπάσο