Δείτε επίσης: κοντραμπάσο, κοντραμπάντο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντραπάσο τα κοντραπάσα
      γενική του κοντραπάσου των κοντραπάσων
    αιτιατική το κοντραπάσο τα κοντραπάσα
     κλητική κοντραπάσο κοντραπάσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντραπάσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική contrappasso / contrapasso

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kon.tɾaˈpa.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ντρα‐πά‐σο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοντραπάσο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία