Δείτε επίσης: κοντραμπάσο, κοντραπάσο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντραμπάντο τα κοντραμπάντα
      γενική του κοντραμπάντου των κοντραμπάντων
    αιτιατική το κοντραμπάντο τα κοντραμπάντα
     κλητική κοντραμπάντο κοντραμπάντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντραμπάντο < μεσαιωνική ελληνική κοντραμπάντο < ιταλική contrabbando

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kon.tɾaˈba.nto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ντρα‐μπά‐ντο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοντραμπάντο ουδέτερο

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία