κοντραμπάντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοντραμπάντο < μεσαιωνική ελληνική κοντραμπάντο < ιταλική contrabbando
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kon.tɾaˈba.nto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντρα‐μπά‐ντο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοντραμπάντο ουδέτερο
- λαθρεμπόριο (συνηθέστερα, τσιγάρων, ποτών, όπλων και ναρκωτικών)
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοντραμπάντο
|