Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοντραμπατζής οι κοντραμπατζήδες
      γενική του κοντραμπατζή των κοντραμπατζήδων
    αιτιατική τον κοντραμπατζή τους κοντραμπατζήδες
     κλητική κοντραμπατζή κοντραμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντραμπατζής < κοντραμπά(ντο) + -τζής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kon.dɾa.baˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ντρα‐μπα‐τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντραμπατζής αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία