κοντραμπατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοντραμπατζής < κοντραμπά(ντο) + -τζής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kon.dɾa.baˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντρα‐μπα‐τζής
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοντραμπατζής αρσενικό
- (παρωχημένο) ο λαθρέμπορος
- ※ Κοντραμπατζήδες έξι επτά μέσα σε ένα καΐκι, λαθραία εφορτώσανε απ’ την Θεσσαλονίκη. (Από το ομώνυμο τραγούδι σε στίχους και μουσική του Κώστα Ρούκουνα)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοντραμπατζής
|
Πηγές
επεξεργασία- κοντραμπατζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας