Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντραμπαντιέρης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοντραμπαντιέρης αρσενικό

  • (σπάνιο) άλλη μορφή του κοντραμπατζής
    ※  Παράδειγμα απ' τις χιλιάδες ο Ρεμπώ, ο κοντραμπαντιέρης, που γύριζε στεριές και πελάη, για να πεθάνει τριανταεφτά χρονών, αφήνοντας στην παγκόσμια κληρονομιά, μόνο εκείνο ας πούμε, το φοβερό αριστούργημα Το μεθυσμένο καράβι. (Μέλπω Αξιώτη, Άπαντα, τόμος 6, εκδ. Κέδρος, 1983, σελ. 236)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία