Ετυμολογία

επεξεργασία
basse < bas < λατινική bassus

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
basse basses

basse (fr) θηλυκό

  1. (μουσική) η μπάσα φωνή, φωνή μπάσου
  2. (μουσικό όργανο) το βιολοντσέλο, μπάσο
     συνώνυμα: violoncelle