Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός bass
συγκριτικός more bass
υπερθετικός most bass

bass (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bass basses

bass (en)

  1. (μουσική)
    1. ο μπάσος (τραγουδιστής)
    2. το μουσικό κλειδί του μπάσου
  2. (μουσικό όργανο)
    1. όργανο που έχει βαθύτερο ήχο από το όμοια της οικογένειάς του
    2. το μπάσο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bass (en)