απανωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απανωτός | η | απανωτή | το | απανωτό |
γενική | του | απανωτού | της | απανωτής | του | απανωτού |
αιτιατική | τον | απανωτό | την | απανωτή | το | απανωτό |
κλητική | απανωτέ | απανωτή | απανωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απανωτοί | οι | απανωτές | τα | απανωτά |
γενική | των | απανωτών | των | απανωτών | των | απανωτών |
αιτιατική | τους | απανωτούς | τις | απανωτές | τα | απανωτά |
κλητική | απανωτοί | απανωτές | απανωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααπανωτός, -ή, -ό
- που βρίσκεται πάνω από άλλον ο οποίος, επίσης βρίσκεται πάνω από άλλον
- που συμβαίνει συνέχεια και χωρίς διακοπή
- ακούστηκαν απανωτές εκρήξεις
- μας φόβισαν εκείνοι οι απανωτοί θόρυβοι
- ≈ συνώνυμα: αδιάκοπος, αλλεπάλληλος
- ≠ αντώνυμα: διακεκομμένος, σποραδικός
Παράγωγα
επεξεργασία- απανωτά (επίρρημα)