σποραδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σποραδικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σποραδικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spo.ɾa.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπο‐ρα‐δι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίασποραδικός, -ή, -ό
- που γίνεται αραιά, κατά διαστήματα
- που είναι διασκοπρισμένος αραιά στην έκταση
Παράγωγα
επεξεργασία- σποραδικά (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σπέρνω και σπόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σποραδικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σποραδικός < θέμα σπορ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο ρήμα σπείρω < *σπέρ‑jω (σπέρνω) + -αδικός (< -αδ- + ικός)[1]
Επίθετο
επεξεργασίασπορᾰδικός, -ή, -όν
- διασκορπισμένος, διάσπαρτος, που δεν ζει σε κοινότητες (ιδίως για τα ζώα)
- ※ τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν Αριστοτέλης, Πολιτεία (Arist. Pol. 1256a23)
Συνώνυμα
επεξεργασία- σποράς (αρσενικό ή θηλυκό)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σπόρος και σπείρω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σποραδικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σποραδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.