σπορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπορά | οι | σπορές |
γενική | της | σποράς | των | σπορών |
αιτιατική | τη | σπορά | τις | σπορές |
κλητική | σπορά | σπορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπορά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπορά[1] < σπείρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spoˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπο‐ρά
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπορά θηλυκό
- σκόρπισμα σπόρων σε κατάλληλα προετοιμασμένο έδαφος για να βλαστήσουν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σπορά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σπορᾱ́ | αἱ | σποραί |
γενική | τῆς | σπορᾶς | τῶν | σπορῶν |
δοτική | τῇ | σπορᾷ | ταῖς | σποραῖς |
αιτιατική | τὴν | σπορᾱ́ν | τὰς | σπορᾱ́ς |
κλητική ὦ! | σπορᾱ́ | σποραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπορᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σποραῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- σπορά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.