Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπορά οι σπορές
      γενική της σποράς των σπορών
    αιτιατική τη σπορά τις σπορές
     κλητική σπορά σπορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπορά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπορά[1] < σπείρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spoˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπο‐ρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπορά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπορᾱ́ αἱ σποραί
      γενική τῆς σπορᾶς τῶν σπορῶν
      δοτική τῇ σπορ ταῖς σποραῖς
    αιτιατική τὴν σπορᾱ́ν τὰς σπορᾱ́ς
     κλητική ! σπορᾱ́ σποραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπορᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σποραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία