σπείρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈspi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπεί‐ρω
- ομόηχο: Σπύρο
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σπείρω
- α' ενικό πρόσωπο εξαρτημένου τύπου του ρήματος σπέρνω
Σύνθετα επεξεργασία
σύνθετα στη νέα ελληνική από το αρχαίο σπείρω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπείρω < *σπέρ-jo < πρωτοελληνική *spéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper-[1] (σπέρνω, διασπείρω, σκορπίζω). Δεν σχετίζεται με το σπείρα.
Ρήμα επεξεργασία
σπείρω
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σπείρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.