Δείτε επίσης: Σπύρο

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σπείρω

  • α' ενικό πρόσωπο εξαρτημένου τύπου του ρήματος σπέρνω

σύνθετα στη νέα ελληνική από το αρχαίο σπείρω



Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.