Δείτε επίσης: σπείρω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈspi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπύ‐ρο
ομόηχο: σπείρω

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Σπύρο αρσενικό